όλεθρος

όλεθρος
ο
καταστροφή, αφανισμός, φθορά, θάνατος, διαφθορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὄλεθρος — ruin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλεθρος — ο (ΑΜ ὄλεθρος) 1. παντελής καταστροφή, φθορά, αφανισμός 2. θάνατος («κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. καθετί που επιφέρει μεγάλη καταστροφή 2. (περιφρονητικά ιδίως για πρόσ.) φθοροποιός, καταστροφέας, λυμεώνας («ὀλέθρου Μακεδόνος» για …   Dictionary of Greek

  • ὀλέθρω — ὄλεθρος ruin masc nom/voc/acc dual ὄλεθρος ruin masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθροις — ὄλεθρος ruin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθρου — ὄλεθρος ruin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθρους — ὄλεθρος ruin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθρων — ὄλεθρος ruin masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθρως — ὄλεθρος ruin masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέθρῳ — ὄλεθρος ruin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλεθρε — ὄλεθρος ruin masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”